-
1 ατυχία
ἀτυχίᾱ, ἀτυχίαfem nom /voc /acc dualἀτυχίᾱ, ἀτυχίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀτυχίαι, ἀτυχίαfem nom /voc plἀτυχίᾱͅ, ἀτυχίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ατυχια
-
3 ατυχία
ατυχια η1) неудёча; неприятность; невезение; 2) см. ατύχημα -
4 ἀτυχία
Βλ. λ. ατυχία -
5 ἀτυχίᾳ
Βλ. λ. ατυχία -
6 ἀτυχία
-
7 ατυχία
[атихиа] ουσ. в. несчастье, неудача.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ατυχία
-
8 ἀτυχία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-2=2 2 Mc 12,30; 14,14failure, ill luck -
9 ατυχία
[атихиа] ουσ θ несчастье, неудача. -
10 ἀτυχία
ἀ-τυχία, (1) das Nichterlangen, Misslingen. (2) ἡ ἐν Χαιρωνείᾳ, Niederlage; übh. Unglück; Übeltat, Verbrechen -
11 ατυχία
distressΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ατυχία
-
12 Η μία ατυχία φέρνει την άλλη
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η μία ατυχία φέρνει την άλλη
-
13 bahtsızlık
ατυχία, κακοχία -
14 şanşsızlık
ατυχία, γκαντεμιά, γκίνια, κακοτυχία -
15 ατυχίας
-
16 ἀτυχίας
-
17 ατυχίαι
-
18 ἀτυχίαι
-
19 неудача
неудача ж η αποτυχία, η ατυχία· потерпеть \неудачау αποτυ' χαίνω* * *жη αποτυχία, η ατυχίαпотерпе́ть неуда́чу — αποτυχαίνω
-
20 ατυχίαν
См. также в других словарях:
ἀτυχία — ἀτυχίᾱ , ἀτυχία fem nom/voc/acc dual ἀτυχίᾱ , ἀτυχία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίᾳ — ἀτυχίαι , ἀτυχία fem nom/voc pl ἀτυχίᾱͅ , ἀτυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατυχία — (atychia). Γένος εντόμων της οικογένειας των νυκτιιδών. Ζουν στη Ν Ευρώπη, κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες. Οι κάμπιες τους προκαλούν μεγάλες ζημιές στα αμπέλια, κατατρώγοντας τα φύλλα, τα βλαστάρια και όλο το πράσινο μέρος τους. Γεννούν πολλά… … Dictionary of Greek
ατυχία — η έλλειψη τύχης, κακοτυχία: Είχε την ατυχία να χάσει μικρός τον πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτυχίας — ἀτυχίᾱς , ἀτυχία fem acc pl ἀτυχίᾱς , ἀτυχία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαι — ἀτυχία fem nom/voc pl ἀτυχίᾱͅ , ἀτυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαν — ἀτυχίᾱν , ἀτυχία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχιῶν — ἀτυχία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαις — ἀτυχία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαισι — ἀτυχία fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίη — ἀτυχία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)